μεγαίνητος

μεγαίνητος
μεγαίνητος, ον,
A illustrious, B.1.44, 3.64.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγαίνητος — ή μεγαίνετος, ον (Α) πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + ἄνητος και αἴνετος (< αἰνῶ), πρβλ. ευ αίνητος, πολυ αίνητος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαινήτους — μεγαίνητος illustrious masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαίνητε — μεγαίνητος illustrious masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”